εὐνόητος

εὐνόητος
εὐνόητος
easily understood
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευνόητος — η, ο (ΑΜ εὐνόητος) αυτός που τόν καταλαβαίνει κάποιος εύκολα, ευκολονόητος, προφανής («αυτό το κείμενο είναι ευνόητο») νεοελλ. φρ. «είναι ευνόητο» είναι φανερό, σαφές, μπορεί να τό ευνοήσει κάποιος εύκολα, δεν έχει ανάγκη επεξηγήσεως μσν. (για… …   Dictionary of Greek

  • ευνόητος — η, ο ευκολονόητος, κατανοητός: Αυτό είναι ευνόητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐνόητον — εὐνόητος easily understood masc/fem acc sg εὐνόητος easily understood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνοήτους — εὐνόητος easily understood masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνόητα — εὐνόητος easily understood neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνόητοι — εὐνόητος easily understood masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναργής — ές (AM ἐναργής, ές) 1. ευκρινής, εμφανής, σαφής, καθαρός, ολοφάνερος («ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου ἐναργεστάτην», Ηροδ.) 2. (για λόγο) σαφής, ευνόητος, κατανοητός («σημεῑα ἐναργέστερα», Πλάτ.) αρχ. 1. αισθητός, ορατός («χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι… …   Dictionary of Greek

  • αισθητικός — ή, ό (Α αἰσθητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αισθητήρια και στις αισθήσεις ή στην αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων 2. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο δεκτικός σε ερεθίσματα τού έξω κόσμου ή τού ίδιου τού σώματός του νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • αυτονόητος — η, ο (Μ αὐτονόητος, ον) αυτός που είναι κατανοητός από μόνος του, ευνόητος, σαφής …   Dictionary of Greek

  • ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”